- χωλός
- -ή, -ό / χωλός, -ή, -όν, ΝΜΑ1. αυτός που έχει χάσει το πόδι ή τα πόδια του, κουτσός2. αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει κανονικά επειδή έχει ελάττωμα στο πόδι ή στα πόδια3. μτφ. ελλιπής, ελαττωματικόςνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο χωλόςζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμωναρχ.1. αυτός που έχει παράλυτο χέρι, κουλός («χεῑρα χωλὴν ἕξειν», Ιπποκρ.)2. (μετρ.) (για ιαμβικό τρίμετρο στίχο) αυτός που έχει σπονδείο στη δεύτερη, στην τέταρτη ή στην έκτη θέση.επίρρ...χωλῶς Μελλιπώς, ελαττωματικά.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ. που εμφανίζει το επίθημα -λός τών επιθ. τα οποία δηλώνουν σωματικές αναπηρίες (πρβλ. στρεβ-λός, τραυ-λός, τυφ-λός). Η σύνδεση τής λ. με το ρ. χαλῶ παραμένει ανεπιβεβαίωτη].
Dictionary of Greek. 2013.